- δαιμονολόγος
- οαυτός που ασχολείται με τη δαιμονολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαιμονολόγος — ο συγγραφέας δαιμονολογιών: Στο μεσαίωνα υπήρχαν πολλοί δαιμονολόγοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek
δαιμονολογία — Ο τομέας των θρησκειών που ασχολείται με τη μελέτη των δαιμόνων, οι οποίοι ταξινομούνται με διάφορους τρόπους και διακρίνονται με ονόματα, χαρακτηριστικά, ιδιότητες, επιδράσεις κλπ. Σε ορισμένα χριστιανικά θρησκεύματα, αποτελεί κλάδο της… … Dictionary of Greek